χοληφόρος

χοληφόρος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που παροχετεύει τη χολή, χολαγωγός
2. φρ. α) «χοληφόρα τριχοειδή σωληνάρια»
ανατ. λεπτότατα τριχοειδή σωληνάρια που αποτελούν πυκνότατο πλέγμα διά μέσου τών κυττάρων τών λοβίων και αποκομίζουν τη χολή που εκκρίνεται από αυτά
β) «χοληφόροι πόροι»
ανατ. αγγεία που διακλαδίζονται δια μέσου τών ηπατικών λοβίων
γ) «χοληφόρες οδοί»
ανατ. το σύστημα τών εκφορητικών πόρων τού ήπατος μαζί με τη χοληδόχο κύστη, διά μέσου τών οποίων οδηγείται η χολή στο έντερο
δ) «χοληφόρο σύστημα»
ανατ. το σύνολο τών χοληφόρων οδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • αραχνίδια ή αραχνοειδή — (arachnoidea). Ομοταξία αρθροπόδων ζώων. Το σώμα των ζώων αυτών χωρίζεται σε δύο τμήματα: το εμπρός που αποκαλείται πρόσωμα (ή κεφαλοθώρακας) και το πίσω που αποκαλείται οπισθόσωμα (ή κοιλία). Τα πρώτα προστοματικά τους εξαρτήματα λέγονται… …   Dictionary of Greek

  • περιττοδάχτυλα — Τάξη οπληφόρων θηλαστικών η οποία περιλαμβάνει, εκτός από διάφορες οικογένειες που έχουν πια εξαφανιστεί, τα άλογα, τους ρινόκερους και τους ταπίρους. Τα π. χαρακτηρίζονται κυρίως από την αξιοσημείωτη ανάπτυξη του τρίτου δάχτυλου σε σχέση με τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”